Πτώση, ατύχημα ή έντονη άσκηση βίας ή ακόμη και η συνύπαρξη μιας εκφυλιστικής ασθενειας (π.χ.οστεοπόρωση) σε μία άρθρωση μπορεί να προκαλέσει κάποιας μορφής κάταγμα.
Το κάταγμα ενός οστού είναι ο ιατρικός όρος που χρησιμοποιείται για το σπάσιμο ή ράγισμα ενός οστού.
Τα κατάγματα προκαλούν γενικά πόνο ενώ
παρατηρείται οίδημα, ευαισθησία, παραμόρφωση, αλλαγή χρώματος και ανικανότητα κίνησης του επηρεασμένου μέλους του σώματος.
Τα κατάγματα ταξινομούνται ανάλογα με:
Η όποια εφαρμοζόμενη θεραπεία έχει ως κύριο στόχο την αποκατάσταση της ευκινησίας της άρθρωσης του όπου προσβεβλημένου οστού, μιας και η επούλωση του οστού αποτελεί
φυσιολογική διεργασία του ανθρωπίνου σώματος.
Ο ακτινολογικός έλεγχος επιβεβαίωνει τα στοιχεία της κλινικής διάγνωσης.
Επεμβατική θεραπεία υιοθετείται στις περιπτώσεις εκείνες όπου η συντηρητική θεραπεία φαίνεται να μην έχει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα π.χ. κάταγμα ισχίου λόγω οστεοπόρωσης.
Θεραπεία κατάγματος πριν και μετα με ενδομυελική ήλωση.
Δείτε το video αποκατάστασης της κινητικότητας του ποδιού, στον ίδιο ασθενή, μετά από 3 μήνες.